- θαυμάζει
- θαυμάζωwonderpres ind mp 2nd sgθαυμάζωwonderpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαυμαστικός — ή, ό (AM θαυμαστικός, ή, όν) [θαυμαστής] αυτός που έχει διάθεση να θαυμάζει ή που συνηθίζει να θαυμάζει («οἱ δὲ θαυμαστικοὶ καὶ ἄκακοι μᾶλλον βλάπτονται», Πλούτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το θαυμαστικό σημείο στίξεως (!) που μπαίνει στο τέλος… … Dictionary of Greek
дивитисѧ — ДИВ|ИТИСѦ (215), ЛЮСѦ, ИТЬСѦ гл. Дивиться, удивляться: Не диви сѩ добротѣ лицѫ (μὴ θαυμάσῃς) Изб 1076, 113 об.; и зѣло див˫ащес˫а съмѣрению ѥго и покорению. ЖФП XII, 36в; и мнози людиѥ сто˫ахѹ около ѥго. зьрѩще и див˫ащес˫а. СкБГ XII, 21в; и вьси … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ορχομενός — I Όνομα τριών μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θυέστη, τον οποίο έσφαξε ο Ατρεύς μαζί με τους αδελφούς Καλαό και Αγλαό. 2. Γιος του Μινύα, γενάρχης των Μινυών, από τον οποίο πήρε την ονομασία της η ομώνυμη πόλη της Βοιωτίας, που ήταν πρωτεύουσα… … Dictionary of Greek
Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
αγγλομανής — ές 1. αυτός που αγαπά ή θαυμάζει σε υπερβολικό βαθμό τους Άγγλους 2. αυτός που μιμείται τις συνήθειες τών Άγγλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + μανής < μαίνομαι] … Dictionary of Greek
αγγλόφιλος — η, ο αυτός που συμπαθεί και θαυμάζει τους Άγγλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + φίλος. ΠΑΡ. αγγλοφιλία] … Dictionary of Greek
αθαύμαστος — και αθάμαστος και αθάμαχτος, η, ο (Α ἀθαύμαστος, ον) 1. αυτός που δεν θαυμάστηκε, που δεν μπορεί να προσελκύσει τον θαυμασμό ή να προκαλέσει κατάπληξη 2. (με ενέργ. σημ.) αυτός που δεν θαυμάζει, δεν απορεί ή δεν εκπλήσσεται με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
αλληλοθαυμασμός — ο [αλληλοθαυμάζομαι] το να θαυμάζει ο ένας τον άλλον αμοιβαία, ο αμοιβαίος θαυμασμός … Dictionary of Greek
αξιοζήλευτος — η, ο εκείνος που αξίζει να τον ζηλεύει ή να τον θαυμάζει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + ζηλευτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγέλου Βλάχου] … Dictionary of Greek